- φαρμακοτριβείο
- τοιδιαίτερος χώρος του φαρμακοτεχνικού εργαστηρίου όπου μετατρέπονται σε σκόνη τα χημικά φάρμακα και οι χημικές και φαρμακευτικές πρώτες ύλες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.